τλησίπονος

Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τλησίπονον, patient of toil, Opp.C.4.4, H.1.35.

German (Pape)

[Seite 1123] Arbeit oder Mühsal ertragend, standhaft aushaltend; Nonn. D. 9, 301; Opp. Cyn. 4, 4 und Hal. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

τλησίπονος: -ον, ὁ ὑπομένων τοὺς κόπους, καρτερικός, Ὀππ. Κυν. 4. 4, Ἁλ. 1. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τλησίπονος· τολμηρός, καρτερικός».

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που υπομένει κόπους και ταλαιπωρίες, καρτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη-σι- (βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας), σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) + πόνος (πρβλ. λυσίπονος)].