νυκτίσεμνος

Revision as of 12:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νυκτίσεμνον, solemnized by night, δεῖπνα A.Eu.108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui l'on rend un culte nocturne.
Étymologie: νύξ, σεμνός.

German (Pape)

nächtlich verehrt, δεῖπνα, bei nächtlicher Feier, Aesch. Eum. 108.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίσεμνος: (ῐ) культ. справляемый ночью (δεῖπνα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίσεμνος: ὁ ἐν νυκτὶ σεμνῶς γινόμενος, δεῖπνα Αἰσχύλ. Εὐμ. 108.

Greek Monolingual

νυκτίσεμνος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται με σεμνότητα τη νύχτα («τὰ νυκτίσεμνα δεῖπνα ἐπ' ἐσχάρᾳ πυρὸς ἔθυον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + σεμνός.

Greek Monotonic

νυκτίσεμνος: -ον, αυτός που εορτάζεται με σεμνό τρόπο τη νύχτα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

solemnised by night, Aesch.