νουσοφόρος
English (LSJ)
νουσοφόρον, Ion. for νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).
German (Pape)
ion. und poet. = νοσοφόρος, Krankheit bringend, γῆρας, Theaet.Schol. 1 (VI.27).
Russian (Dvoretsky)
νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.
Greek Monolingual
νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].
Greek Monotonic
νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.