καταιωρέομαι

Revision as of 12:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass., hang down, θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes.Sc.225.

German (Pape)

[Seite 1351] herabhangen; θύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
être pendant, flotter.
Étymologie: κατά, αἰωρέω.

Russian (Dvoretsky)

καταιωρέομαι: свисать, висеть (θύσανοι χρύσειοι κατῃωρεῦντο Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

καταιωρέομαι: Παθ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, θύνασοι κατῃωρεῡντο Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 225.

Greek Monotonic

καταιωρέομαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, κατῃωρεῦντο (Ιων. παρατ.), σε Ησίοδ.

Middle Liddell


Pass. to hang down, κατῃωρεῦντο (ionic imperf.) Hes.