ποιησείω
English (LSJ)
Desiderat. of ποιέω, desire to do, Hdn.Epim.249.
Greek Monolingual
Α
(εφετ. τ. του ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμησείω)].
Desiderat. of ποιέω, desire to do, Hdn.Epim.249.
Α
(εφετ. τ. του ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμησείω)].