ἀρηνοβοσκός

Revision as of 12:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ, shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ pastor Paus.Gr.α 148, Hsch., v. ῥηνοβοσκός

Greek (Liddell-Scott)

ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.

Greek Monolingual

ἀρηνοβοσκός, ο (Α)
αυτός που βόσκει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήν «πρόβατο» + βοσκός.