χαλκοσκελής

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

χαλκοσκελές, with legs of bronze, βοῦς S.Fr.336.

German (Pape)

ές, mit ehernen Schenkeln, βοῦς Soph. frg. 320.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοσκελής: медноногий (βοῦς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοσκελής: -ές, ὁ ἔχων χαλκᾶ σκέλη, χαλκοσκ. βοῦς Σοφ. Ἀποσπ. 320.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει χάλκινα σκέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, φοινικοσκελής].