φοινικοσκελής

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκοσκελής Medium diacritics: φοινικοσκελής Low diacritics: φοινικοσκελής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: phoinikoskelḗs Transliteration B: phoinikoskelēs Transliteration C: foinikoskelis Beta Code: foinikoskelh/s

English (LSJ)

φοινικοσκελές, red-legged, χηλαί E.Ion1207.

German (Pape)

[Seite 1296] ές, mit purpurrothen Schenkeln, Füßen, Eur. Ion 1207 φοινικοσκελεῖς χηλὰς παρεῖσα.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux pattes rouges.
Étymologie: φοῖνιξ¹, σκέλος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει κόκκινα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυσκελής, κακοσκελής].

Greek Monotonic

φοινῑκοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει κόκκινα σκέλη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοσκελής: с багряными голенями: φοινικοσκελεῖς χηλαί Eur. багряные лапки (голубя).

Middle Liddell

φοινῑκο-σκελής, ές σκέλος
red-legged, Eur.