οἰνοπέπαντος

Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ripe for wine-making, βότρυς ib. 6.232 (Crin.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le vin mûrit dans la grappe.
Étymologie: οἶνος, πεπαίνω.

German (Pape)

βότρυς, Traube, in der der Wein gereift ist, Crinag. 6 (VI.232).

Russian (Dvoretsky)

οἰνοπέπαντος: созревший для винодельческой обработки, т. е. зрелый (βότρυς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπέπαντος: ὥριμος πρὸς παραγωγὴν οἴνου, βότρυς Ἀνθ. Π. 6. 232.

Greek Monolingual

οἰνοπέπαντος, -ον (Α)
(για σταφύλι) ώριμος για παραγωγή οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πεπαίνω «μαλακώνω, ωριμάζω»].

Greek Monotonic

οἰνοπέπαντος: (πεπαίνω), σταφύλι ώριμο για παραγωγή κρασιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

πεπαίνω
ripe for wine-making, Anth.