ἐχέτης
English (LSJ)
ἐχέτου, ὁ, = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].
Greek Monotonic
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.