φόρτιμος

Revision as of 12:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, = φορτικός 1, πλοῖον Sch.Ar.Av.599.

Greek (Liddell-Scott)

φόρτιμος: -η, -ον, = φορτικὸς Ι, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 599.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
φορτικός, αυτός που χρησιμοποιείται για μεταφορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστιμος)].