ἐνόρμισμα
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fondeadero, lugar de anclaje fluvial, App.BC 4.106, marítimo, App.BC 5.97.
German (Pape)
[Seite 850] τό, Ladungsplatz, Hafen, App. B. Civ. 4, 106.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνόρμισμα: τό, τόπος ἔνθα ὁρμίζονται τὰ πλοῖα, ὅρμος, «ἀραξοβόλι» Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 106.