ενορμίζω

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

(AM ἐνορμίζω) ορμίζω
(μέσ. και παθ.) (για πλοίο) προσορμίζομαι
αρχ.
οδηγώ το πλοίο στο λιμάνι.