καταγώγιμον

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, = καταγώγιον ΙΙ, PTeb.35.5 (ii B. C.).

Greek Monolingual

καταγώγιμον, τὸ (Α)
το αντίτιμο της μεταφοράς ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγώγιμον (ουδ. του ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)].