μυριόφυλος

Revision as of 12:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μυριόφυλον, of ten thousand kinds, Opp.H.1.626.

German (Pape)

[Seite 220] mit zehntausend, unzähligen Stämmen, Geschlechtern, Arten, Opp. Hal. 1, 626.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόφῡλος: -ον, ὁ διαιρούμενος εἰς ἀναρίθμητα φῦλα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 626.

Greek Monolingual

μυριόφυλος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερόφυλος].