συναποκλύζω

Revision as of 12:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

wash away with or at once, Philum.Ven.1.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich ab- od. wegspülen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκλύζω: ἀποπλύνω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, πολὺ αἷμα προχεόμενον δύναταί τι καὶ τοῦ ἰοῦ συναποκλύζειν Διοσκ. π. Ἰοβόλ. κεφ. β΄, σ. 61, ἔκδ. Kühn.

Greek Monolingual

Α
αποπλύνω, ξεπλένω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκλύζω «ξεπλένω καλά, αποτρέπω με καθαρμούς»].