ἐξευμενισμός
English (LSJ)
ὁ, 'friendship's offering', Nicom.Harm. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξευμενισμός: ὁ, τὸ ἐξευμενίζειν, Ὠριγέν. Ι. 1613Β.
Greek Monolingual
ο (AM ἐξευμενισμός) εξευμενίζω
εξευμένιση.
ὁ, 'friendship's offering', Nicom.Harm. 12.
ἐξευμενισμός: ὁ, τὸ ἐξευμενίζειν, Ὠριγέν. Ι. 1613Β.
ο (AM ἐξευμενισμός) εξευμενίζω
εξευμένιση.