εξευμένιση
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
η (AM ἐξευμένισις) εξευμενίζω
καταπράυνση οργισμένου ή εχθρικού.
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
η (AM ἐξευμένισις) εξευμενίζω
καταπράυνση οργισμένου ή εχθρικού.