λάλη

Revision as of 12:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, = λαλιά, Com.Adesp.12a D. (pl.), Luc.Lex.14.

German (Pape)

[Seite 9] ἡ, Geschwätz, Luc. Lexiph. 14.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: λαλέω.

Russian (Dvoretsky)

λάλη: (ᾰ) ἡ болтовня Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λάλη: ἡ, = λαλιά, Λουκ. Λεξιφ. 14.

Greek Monolingual

(I)
λάλη, ἡ (Α)
λαλιά, φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λαλῶ].
(II)
η
γιαγιά, κυρούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. της παιδικής γλώσσας
βλ. λαλά].