κυρούλα

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147

Greek Monolingual

η κυρά
1. γιαγιά, μάμμη
2. τιμητική προσαγόρευση ηλικιωμένης γυναίκας, κυρίως τών λαϊκών τάξεων.