λυσσήρης
English (LSJ)
λυσσήρες, = λυσσαλέος, Orph.H.69.6, Man.6.560.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσήρης: -ες, = λυσσαλέος, Ὀρφ. Ὕμν. 68. 6, Μανέθων 6. 560.
Greek Monolingual
λυσσήρης, -ῆρες (Α)
λυσσαλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + επίθημα -ήρης (πρβλ. λευκήρης, μονήρης)].
German (Pape)
ες, = λυσσαλέος, wütend, Orph. hymn. Eumen. 6 und a. sp.D., wie Man. 6.560.