πολύκρανος
English (LSJ)
πολύκρανον, many-headed, E. Ba.1017 (lyr.).
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à plusieurs têtes.
Étymologie: πολύς, *κρᾶνον (v. κρανίον).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύκρᾱνος -ον [πολύς, κρανίον] veelkoppig.
Russian (Dvoretsky)
πολύκρᾱνος: многоголовый (δράκων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύκρανος: -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, πολυκέφαλος, Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολυκέφαλος («πολύκρανος δράκων», Ευρ.)
2. (για τη ρωμ. σύγκλητο) πολυμελής («ἀρχὴ λευκή και πολύκρανος», Χρησμ. Σιβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρανος (< κρᾱνον, βλ. λ. κρανίο), πρβλ. ορθό-κρανος].
Greek Monotonic
πολύκρᾱνος: -ον (κρανίον), αυτός που έχει πολλά κεφάλια, σε Ευρ.