μεθυτρόφος
English (LSJ)
μεθυτρόφον, producing wine, ἡμερίς Simon.183.1.
German (Pape)
[Seite 114] Wein ziehend, nährend, ἡμερίς, Simonds. 48 (VII, 24).
Greek (Liddell-Scott)
μεθυτρόφος: -ον, ὁ παράγων οἶνον, ἐπὶ ἀμπέλου, ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε Σιμων. 51 (54) ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
μεθυτρόφος, -ον (Α)
(για την άμπελο) αυτός που παράγει κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + -τρόφος (< τρέφω)].