ταχύρροθος

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ταχύρροθον, swift-rushing, λόγοι A.Th.286.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.

German (Pape)

schnell oder eilig gehend, λόγοι, Aesch. Spt. 267.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύρροθος].

Greek Monotonic

τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τᾰχύρ-ροθος, ον,
swift-rushing, Aesch.

English (Woodhouse)

quick