-εως, ἡ, = ἐπιμομφή, ἐπίμεμψιν φέρειν D.H.3.11.
[Seite 962] ἡ, Vorwurf, Tadel, D. Hal. 3, 11.
ἐπίμεμψις: -εως, ἡ, = ἐπιμομφή, Διον. Ἁλ. 3. 11.
ἐπίμεμψις, ἡ (Α) επιμέμφομαιμομφή, επίπληξη.