επίπληξη

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπίπληξις) επιπλήσσω
αυστηρή παρατήρηση για παρεκτροπή, επιτίμηση, κατσάδα
νεοελλ.
έγγραφη επιτίμηση που επιβάλλεται ως ελάχιστη ποινή από προϊστάμενη αρχή σε υφισταμένους
αρχ.
1. χτύπημα
2. τιμωρία, ποινή.