λάμνα

Revision as of 12:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

or λάμνη, ἡ, = Λάμια II, Opp.H.1.370, 5.36.

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, ion. λάμνη, ein großer Meerfisch, Opp. Hal. 1, 370. 5, 36, u. s. λαμία.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poisson requin.
Étymologie: DELG λαμυρός.

Greek (Liddell-Scott)

λάμνα: ἡ, Ἰων. λάμνη, = λάμια ΙΙ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 370., 5. 36.

Greek Monolingual

η (Α λάμνα και λάμνη)
γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε -να].