νεφροειδής
English (LSJ)
νεφροειδές, like a kidney, Arist.HA508a30.
German (Pape)
ές, = νεφρώδης, Arist. H.A. 2.17.
Russian (Dvoretsky)
νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].