νεφροειδής

Revision as of 12:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

νεφροειδές, like a kidney, Arist.HA508a30.

German (Pape)

ές, = νεφρώδης, Arist. H.A. 2.17.

Russian (Dvoretsky)

νεφροειδής: почковидный (καρδία ὄφεων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

νεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νεφρόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 22, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ές (Α νεφροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με τον νεφρό, που έχει το σχήμα του νεφρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + -ειδής].