= στροφαῖος, Ar.Fr.123 (perhaps a pr. n.).
στρεψαῖος: ὁ, ἴδε στροφαῖος.
-αία, -ον, Α(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ό στρεψαῖοςστροφαῖος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρέψις + κατάλ. -αῖος (πρβλ. γραψαῖος)].