μυελοτρεφής

Revision as of 12:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μυελοτρεφές, breeding marrow, Tim.Fr.24.

German (Pape)

[Seite 213] ές, marknährend, gebend, E. M 630, 43 aus Timotheus.

Greek (Liddell-Scott)

μυελοτρεφής: -ές, τεθραμμένος διὰ μυελοῦ, Τιμόθ. 11.

Greek Monolingual

μυελοτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται ή έχει τραφεί με μυελό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. μηροτρεφής].