= ἀποκρύπτω, v.l. in D.S.3.25.
esconder, ocultar ἑαυτοὺς ... εἰς τὴν ὕλην D.S.3.25, πάντα Ps.Callisth.1.7B, τὸ πρόσωπον Aq.Is.8.17, cf. De.31.18, τὴν δύναμιν Basil.M.31.1420D (tít.).
βλ. αποκρύπτω.