σφενδονίζω

Revision as of 12:19, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

= σφενδονάω, βολίδας Ps.-Callisth. 2.16.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, σφεντονίζω Ν σφενδόνη
ρίχνω λίθους με σφεντόνα, χτυπώ με σφεντόνα
νεοελλ.
ρίχνω με ορμή κάτι μακριά, εκσφενδονίζω
μσν.
παθ. σφενδονίζομαι
στολίζομαι με θυσάνους («ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐκσφενδονισμένον», Μαλάλ. Ι.).

German (Pape)

σφενδονάω, LXX.