σφενδονίζομαι

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek (Liddell-Scott)

σφενδονίζομαι: Παθ., κοσμοῦμαι διὰ θυσάνων, ἐν δὲ τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ λινόχρυσον φακιόλιν ἐσφενδονισμένον Ἰω. Μαλαλ. σ. 457, 19.