παρασιτία

Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, profession of a parasite, Luc. Par.37.

German (Pape)

[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.

Russian (Dvoretsky)

παρασῑτία: ἡ Luc. v.l. = παρασιτική.

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.