ἡμίσπονδος

Revision as of 12:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡμίσπονδον, half bound by treaty, Poll.6.30.

German (Pape)

[Seite 1170] halb verbündet, Poll. 6, 160.

Greek Monolingual

ἡμίσπονδος, -ον (Α)
αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παράσπονδος, υπόσπονδος].