σταιτίτης

Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.

Greek Monolingual

και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].