ἡδυμέλεια

Revision as of 12:22, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, sweetness of melody, Vett.Val.3.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1153] ἡ, fem. zum Folgdn, σύριγξ Nonn. 29, 287.

Greek Monolingual

ἡδυμέλεια, ἡ (AM) ηδυμελής
1. ως ουσ. η γλυκύτητα της μελωδίας, η αρμονία
2. ως επίθ. ποιητ. τ. του θηλ. του επιθ. ηδυμελήςἡδυμέλεια σύριγξ» — γλυκόλαλος αυλός, Νόνν.).