σύριγξ

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

English (Slater)

σύριγξ panpipe σύριγγες fr. 6a. a.

Greek Monolingual

-ύριγγος, ἡ, ΜΑ
βλ. σύριγγα.