ἐνεχύρωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, = ἐνεχύρασμα, EM706.41 (pl.).
Greek Monolingual
ἐνεχύρωμα, το (Α) ενεχυρώ
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, το ενεχύρασμα.
-ατος, τό, = ἐνεχύρασμα, EM706.41 (pl.).
ἐνεχύρωμα, το (Α) ενεχυρώ
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, το ενεχύρασμα.