οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ἐνεχυρῶ, -όω (Α) ενέχυρονβάζω σε ενέχυρο (βλ. ενεχυράζω και ενεχυριάζω).