νεατός

Revision as of 12:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, breaking-up of fallow land, X.Oec.7.20.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, Bestellung des Brachfeldes, Xen. Oec. 7, 20, u. Zeit der Bestellung.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le premier labour d'une terre en jachère.
Étymologie: νεάω.
Par. νειός.

Russian (Dvoretsky)

νεᾰτός:вспашка парового поля, взмет Xen.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾰτός: -ή, -όν, (νεάω) χέρσος χῶρος νεωστὶ ἀροθείς, «νεατὴ γῆ ἐστιν ἡ προτμηθεῖσα ἢ ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἀργήσασα, ἣν οἱ Γραικοὶ νέασιν καλοῦσιν» Πανδέκ.· ἐν Γλωσσ. καὶ νεατίς.

Greek Monolingual

(I)
νεατός, -ή, -όν (Α) [νεώ (Ι)]
(για χέρσο χώρο) αυτός που οργώθηκε, που καλλιεργήθηκε πρόσφατα.
(II)
νεατός, ὁ (Α) όργωμα, καλλιέργεια χέρσας γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + επίθημα -τός (πρβλ. λικμητός, υετός)].

Middle Liddell

νεᾰτός, οῦ, ὁ,
a ploughing up of fallow land, Xen. [from νεάω