τό, Dim. of ἰπνός, Dieuch. ap. Orib.4.5.2.
[Seite 1257] τό, dim. von ἴπνος, Sp.
ἰπνίον, τὸ (Α)υποκορ. του ιπνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. παιδίον)].