αἱμοσταγής

Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

αἱμοσταγές, = αἱματοσταγής, E.Fr.384.

Spanish (DGE)

(αἱμοστᾰγής) -ές
que gotea sangre, ensangrentado αἱ. ἔθνος A.Eu.365, cf. E.Fr.386c.

German (Pape)

ές, Blut träufelnd, Eur. frg.

Russian (Dvoretsky)

αἱμοστᾰγής: Eur. = αἱματοσταγής.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμοστᾰγής: -ές, = αἱματοσταγής, Εὐρ. Ἀποσπ. 388.

Greek Monotonic

αἱμοστᾰγής: -ές = αἱματο-σταγής, σε Ευρ.

Middle Liddell

= αἱματοσταγής, Eur.]