μελαινάς

Revision as of 12:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μελαινάδος, ἡ, a blackish fish, Cratin.161.

German (Pape)

[Seite 118] άδος, ἡ, ein Fisch, Cratin. bei Ath. VII, 303 d.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μέλας.

Greek (Liddell-Scott)

μελαινάς: -άδος, ἡ, μελανωπός τις ἰχθύς, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» Meineke.

Greek Monolingual

μελαινάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος μελανωπού ψαριού, αλλ. θυννίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + κατάλ. –άς].