Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μελανωπός

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

German (Pape)

[Seite 120] von schwarzem Angesicht, schwarzem Aussehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνωπός: -όν, (ὢψ) μαυρειδερός, Μάρκελλ. Σιδήτ. 64.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μελανωπός, -ή, -όν) μέλας, -ανος]
αυτός που έχει μαύρη όψη, μαυρειδερός, σχεδόν μαύρος.