ἀπογραφεύς

Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-έως, ὁ, registrar, Sch.Pl.Lg.850c.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
1 registrador Sch.Pl.Lg.850c.
2 delator ἀνδρόγυνοι καὶ ἀπογραφεῖς Synes.Prouid.M.66.1269B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογραφεύς: έως, ὁ, πληθ. ἀπογραφεῖς, οἱ ἀπαριθμοῦντες καὶ ἀποσημειούμενοι καὶ εἰσπράττοντες τοὺς φόρους, «ἀπογραφή ἐστιν ἡ ἀπαρίθμησις καὶ ἀποσημείωσις τῶν ὀφειλομένων εἰσφορῶν ἑκάστῳ τῶν πολιτῶν, καὶ ἀπογραφεῖς οἱ ταύτην ποιοῦντες καὶ τοὺς μὴ βουλομένους εἰσφέρειν εἰσάγοντες εἰς τὸ δικαστήριον» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Νόμ. 8. σ. 454, Συλλογ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4944β. ΙΙ. ἐν Συνεσ. 122D, πιθανῶς σημαίνει κατάσκοπον.

German (Pape)

ὁ, der Aufschreiber; eine Art Einnehmer, Schol. Plat.