ἀπογραφεύς
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
-έως, ὁ, registrar, Sch.Pl.Lg.850c.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
1 registrador Sch.Pl.Lg.850c.
2 delator ἀνδρόγυνοι καὶ ἀπογραφεῖς Synes.Prouid.M.66.1269B.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογραφεύς: έως, ὁ, πληθ. ἀπογραφεῖς, οἱ ἀπαριθμοῦντες καὶ ἀποσημειούμενοι καὶ εἰσπράττοντες τοὺς φόρους, «ἀπογραφή ἐστιν ἡ ἀπαρίθμησις καὶ ἀποσημείωσις τῶν ὀφειλομένων εἰσφορῶν ἑκάστῳ τῶν πολιτῶν, καὶ ἀπογραφεῖς οἱ ταύτην ποιοῦντες καὶ τοὺς μὴ βουλομένους εἰσφέρειν εἰσάγοντες εἰς τὸ δικαστήριον» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Νόμ. 8. σ. 454, Συλλογ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 4944β. ΙΙ. ἐν Συνεσ. 122D, πιθανῶς σημαίνει κατάσκοπον.
German (Pape)
ὁ, der Aufschreiber; eine Art Einnehmer, Schol. Plat.