ἔμβρωμον, = βρωμώδης, Dsc.3.33, Aët.9.30.
-ον comestible φύλλα Dsc.3.33, τὰ ἐντόσθια Aët.9.30.
ἔμβρωμος, -ον (Α)δυσώδης, βρομερός.