δυσώδης
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
δυσῶδες, (ὄζω) ill-smelling, stinking, foul, χωλός, δ. S.Ph. 1032; δυσῶδες πῦον Hp.Prog.7; καρπός Hdt.2.94; πνεῦμα Th.2.49; ὀσμαί Arist.HA626a27: Comp., κόπρος Plu.Fr.inc.149.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [no contr. ac. δυσώδεα Hdt.2.94, gen. δυσώδεος Hp.Mul.1.13; plu. nom. δυσώδεες Nonn.D.26.116]
1 maloliente de pers. οὐκ εἰμί σοι χωλός, δ.; S.Ph.1032, cf. Arist.EE 1237b6, Plu.2.294f, de cosas τὸ δὲ πύον Hp.Prog.7, διαχώρημα Hp.Prorrh.2.23, Prog.11, cf. Epid.1.26.14, 3.1.3, πυρίη Hp.l.c., βόρβορος Hp.Mul.2.203, σύντηγμα Gal.5.701, καρπός Hdt.l.c., ὕδωρ Arist.HA 595b29, D.H.13.11, D.S.2.48, 19.98, cf. Dieuch.19.17, Luc.Dips.1, τὸ κοῖλον ... δυσωδέστατον ... τῶν σπλάγχνων Arist.PA 671b22, συκῆ de un tipo de resina, Thphr.HP 3.9.3, χυλοί LXX 4Ma.6.25, οὖρα καὶ ἄλλα δυσώδη ὑγρά Posidon.279, ποταμοί Str.16.2.44, τῶν ἀγρίων ζῴων ἡ κόπρος ἧττον δυσωδεστέρα Plu.Fr.149B., ὀχετοί D.Chr.32.15, ἀπενεκροῦτο καὶ δ. ἦν (τὸ κῆτος) Luc.VH 2.1, ὁ χρώς Paus.10.38.3
•del aire, olores, emanaciones fétido, maloliente πνεῦμα ἄτοπον καὶ δυσῶδες Th.2.49, αἱ φῦσαι Hp.Acut.(Sp.) 11, cf. Luc.Sat.28, ὀδμαί Hp.Prog.13, cf. Arist.HA 626a27, I.AI 2.297, Nonn.D.42.398, ἀτμίδες D.S.12.58, cf. D.H.12.15, Ph.1.68, Iul.Ascal.14, ἀποφορά IMEG 97.25 (II d.C.), αὖραι Nonn.l.c.
•neutr. sg. subst. τὸ δυσῶδες = el mal olor, la fetidez τὸ δ. τῆς σηπεδόνος Longus 3.27.4, cf. Str.9.4.8
•neutr. como adv. οὔτε ὄζει δυσῶδες Cyran.42 (cód.).
2 asqueroso, inmundo Hsch.
•neutr. plu. subst. τὰ δυσώδη = las inmundicias διὰ τί ἡ ὗς τοῖς δυσώδεσι χαίρε[ι]; Arist. en CPF 1.1 (p.357), cf. Alex.Aphr.Pr.4.150.
German (Pape)
[Seite 691] ες (ὄζω), übel riechend, stinkend: Soph. Phil. 1032; καρπός Her. 2, 94; πνεῦμα Thuc. 2, 49; Folgde; genitiv. plural. δυσώδων nach Aristarch, Andere δυσωδῶν, vgl. Lehrs Aristarch. p. 262.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
d'odeur infect, fétide.
Étymologie: δυσ-, ὄζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δυσώδης -ες [δυσ-, ὄζω] met een vieze geur.
Russian (Dvoretsky)
δυσώδης: ὄζω
1 неприятно пахнущий, зловонный (sc. Φιλοκτήτης Soph.; καρπός Her.; ἱδρῶτες Arst.; σάρξ Plut.);
2 (о запахе), неприятный, противный, (ὀσμαί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσώδης: -ες, (ὄζω) κακὴν ὀσμὴν ἐκπέμπων, βρωμερός, χωλός, δ. Σοφ. Φ. 1032· δ. πῦον Ἱππ. Προγν. 39· καρπὸς Ἡρόδ. 2. 94· πνεῦμα Θουκ. 2. 49· ὀσμὴ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 40, 40.
Greek Monolingual
-ες (Α δυσώδης, -ες)
αυτός που αναδίδει άσχημη μυρωδιά, βρομερός.
Greek Monotonic
δυσώδης: -ες (ὔζω), αυτός που μυρίζει άσχημα, δύσοσμος, σε Ηρόδ., Σοφ., Θουκ.
Middle Liddell
δυσ-ώδης, ες [ὄζω]
ill-smelling, Hdt., Soph., Thuc.
English (Woodhouse)
evil smelling, evil-smelling, ill-smelling
Mantoulidis Etymological
(=βρωμερός). Ἀπό τό δυσ+ὄζω (=μυρίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
graviter olens, stinking badly, 2.49.2.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande