Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
-ή, -ό1. δύσοσμος2. γεμάτος βρόμα, ακάθαρτος3. ανήθικος, αχρείος.